κλαβικουλάριοι

κλαβικουλάριοι
κλαβικουλάριοι, οἱ (Μ)
εκτελεστικά όργανα που ήταν εντεταλμένα να δένουν τους υποδίκους ή τους καταδίκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. λατ. clavicularius «κλειδούχος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”